σκοταδισμός

σκοταδισμός
ο мракобесие, обскурантизм

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "σκοταδισμός" в других словарях:

  • σκοταδισμός — ο τύφλωση του νου, έλλειψη πνευματικής καλλιέργειας: Στην εκπαίδευση επικρατεί ακόμη σκοταδισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκοταδισμός — ο, Ν 1. σκοτάδι που καλύπτει το πνεύμα, πνευματικός ζόφος, σκόπιμη διατήρηση τών πνευμάτων στην άγνοια 2. μτφ. υπερβολικός συντηρητισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκοτάδι + κατάλ. ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • ορθολογισμός — I (Αρχιτ.). Στην αρχιτεκτονική, τάση που θεωρείται θεμελιώδης στις σύγχρονες εξελίξεις της ευρωπαϊκής και εξωευρωπαϊκής τέχνης. Το προσόν της είναι ότι προώθησε έναν ενιαίο και νέο ρυθμό στο πεδίο της αρχιτεκτονικής και των εφαρμοσμένων τεχνών,… …   Dictionary of Greek

  • τύφω — Α 1. σηκώνω καπνό («ἐσβάντες ἐς τὰ πλοῑα τύφειν καπνόν», Ηρόδ.) 2. (αμτβ.) βγάζω καπνό, καπνίζω 3. (μτβ.) α) περιβάλλω με καπνό («τῡφε πολλῷ τῷ καπνῷ [τοὺς σφῆκας]», Αριστοφ.) β) γεμίζω κάτι με καπνό («τῷ καπνῷ τύφων ἅπασαν τὴν πόλιν καὶ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»